κατανίφω: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
(13_4)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] herabschneien; κεἰ κριμνώδη κατανίφοι Ar. Nubb. 965; verschneien, zuschneien, κατένιψε χιόνι Ach. 138; Sp. übertr., ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ' ᾠδῆς Luc. V. H. 2, 14, vgl. Lexiph. 15.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1366.png Seite 1366]] herabschneien; κεἰ κριμνώδη κατανίφοι Ar. Nubb. 965; verschneien, zuschneien, κατένιψε χιόνι Ach. 138; Sp. übertr., ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ' ᾠδῆς Luc. V. H. 2, 14, vgl. Lexiph. 15.
}}
{{ls
|lstext='''κατανίφω''': ῑ: μέλλ. -[[νίψω]], [[ῥίπτω]] χιόνα πρὸς τὰ [[κάτω]], [[καλύπτω]] διὰ χιόνος, κατένιψε χιόνι τὴν Θρᾴκην ὁ [[θεός]], δηλ. κατεκάλυψε διὰ χιόνος τὴν Θρᾴκην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 138· καὶ τὸ παθ., ὄρη κατανιφόμενα, καλυπτόμενα ὑπὸ χιόνος, Ἐτυμ. Μέγ. 7, 11·- μεταφορ., [[κατακαλύπτω]], μουσικὰ ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ’ ᾠδῆς ὑπερπετόμενα, δίκην χιόνος πίπτουσιν, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2, 14· κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας ὁ αὐτ. ἐν Λεξιφ. 15, πρβλ. ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222. ΙΙ. ἀπολ. κατανίφει, χιονίζει, χιονοβολεῖ, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, καὶ ἂν ἤθελε χιονίζει χιόνι χονδρὸν ὡς χονδροαλεσμένο ἀλεύρι κριθῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 965.
}}
}}

Revision as of 10:05, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατανίφω Medium diacritics: κατανίφω Low diacritics: κατανίφω Capitals: ΚΑΤΑΝΙΦΩ
Transliteration A: kataníphō Transliteration B: kataniphō Transliteration C: katanifo Beta Code: katani/fw

English (LSJ)

late spelling of κατανείφω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1366] herabschneien; κεἰ κριμνώδη κατανίφοι Ar. Nubb. 965; verschneien, zuschneien, κατένιψε χιόνι Ach. 138; Sp. übertr., ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ' ᾠδῆς Luc. V. H. 2, 14, vgl. Lexiph. 15.

Greek (Liddell-Scott)

κατανίφω: ῑ: μέλλ. -νίψω, ῥίπτω χιόνα πρὸς τὰ κάτω, καλύπτω διὰ χιόνος, κατένιψε χιόνι τὴν Θρᾴκην ὁ θεός, δηλ. κατεκάλυψε διὰ χιόνος τὴν Θρᾴκην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 138· καὶ τὸ παθ., ὄρη κατανιφόμενα, καλυπτόμενα ὑπὸ χιόνος, Ἐτυμ. Μέγ. 7, 11·- μεταφορ., κατακαλύπτω, μουσικὰ ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ’ ᾠδῆς ὑπερπετόμενα, δίκην χιόνος πίπτουσιν, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2, 14· κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας ὁ αὐτ. ἐν Λεξιφ. 15, πρβλ. ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222. ΙΙ. ἀπολ. κατανίφει, χιονίζει, χιονοβολεῖ, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, καὶ ἂν ἤθελε χιονίζει χιόνι χονδρὸν ὡς χονδροαλεσμένο ἀλεύρι κριθῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 965.