περατόω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
(13_2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] endigen, begränzen, bes. pass.; Arist. an. 1, 3; S. Emp. adv. gramm. 81, Ggstz von [[ἄπειρος]]; τὸ πεπερατωμένον [[σῶμα]], adv. phys. 2, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0563.png Seite 563]] endigen, begränzen, bes. pass.; Arist. an. 1, 3; S. Emp. adv. gramm. 81, Ggstz von [[ἄπειρος]]; τὸ πεπερατωμένον [[σῶμα]], adv. phys. 2, 27.
}}
{{ls
|lstext='''περᾰτόω''': ([[πέρας]]) [[τίθημι]] [[πέρας]], [[περιορίζω]] τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Πλούτ. 2. 719 C· αὕτη [[[μέθοδος]]] περατοῖ τοῦτο [τὸ ἄπειρον] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 81· - Παθ., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3. 20, π. Κόσμ. 2. 2, Πλούτ., κλ. ΙΙ. τελειώνω, ἀποπερατόω, Ἄννα Κομν. 1. 117. - Παθ., Γραμμ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 288.
}}
}}

Revision as of 10:07, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περᾰτόω Medium diacritics: περατόω Low diacritics: περατόω Capitals: ΠΕΡΑΤΟΩ
Transliteration A: peratóō Transliteration B: peratoō Transliteration C: peratoo Beta Code: perato/w

English (LSJ)

(πέρας)

   A limit, bound, Str.2.3.1,al.; νύκτα καὶ ἡμέραν ἀνατολαῖς καὶ δύσεσιν Ph.1.347; π. τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Plu.2.719d; αὕτη [μέθοδος] περατοῖτοῦτο [τὸ ἄπειρον] S.E.M.1.81:—Med., ἡ σελήνη τὸν ἑαυτῆς κύκλον περατοῦται Ph.2.240:—Pass., Arist.de An.407a28, Mu.391b15, Plu.2.389f; to be terminated, finished off, Aret.SD1.7 (dub. cj.), Gal.18(2).766.    b Gramm. in Pass., terminate, εἰς -ος A.D.Pron. 95.6,al.; of verses, εἰς μέρος λόγου Heph.1.4; ἕως ὀκτωκαιδεκασήμου Aristid.Quint.1.14.    II bring to an end, λόγον Corp.Herm.18.11; accomplish, τὴν διάβασιν τριήρει J.AJ19.1.1 (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 563] endigen, begränzen, bes. pass.; Arist. an. 1, 3; S. Emp. adv. gramm. 81, Ggstz von ἄπειρος; τὸ πεπερατωμένον σῶμα, adv. phys. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

περᾰτόω: (πέρας) τίθημι πέρας, περιορίζω τὴν ὕλην ἄπειρον οὖσαν Πλούτ. 2. 719 C· αὕτη [[[μέθοδος]]] περατοῖ τοῦτο [τὸ ἄπειρον] Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 81· - Παθ., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3. 20, π. Κόσμ. 2. 2, Πλούτ., κλ. ΙΙ. τελειώνω, ἀποπερατόω, Ἄννα Κομν. 1. 117. - Παθ., Γραμμ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 288.