αὐτόνοος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(3) |
(6_19) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=au)to/noos | |Beta Code=au)to/noos | ||
|Definition=ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">instinct with sense</b>, <span class="bibl">Eust. 1153.32</span>, with allusion to the nymph Autonoe.</span> | |Definition=ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">instinct with sense</b>, <span class="bibl">Eust. 1153.32</span>, with allusion to the nymph Autonoe.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''αὐτόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ [[ἰδίᾳ]] γνώμᾳ, [[ὅπερ]] παραβιάζει τὸ [[μέτρον]]. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ἅπερ]] καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships,
A instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.