παραθερίζω: Difference between revisions
From LSJ
τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen
(c2) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] zsgz. [[παραθρίζω]], nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] zsgz. [[παραθρίζω]], nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραθερίζω''': [[ἀποκόπτω]] τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, [[ἔμπης]] δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν [[ἄκρα]] κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. [[παρατέμνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:42, 5 August 2017
English (LSJ)
A graze in passing, in poet. aor. 1 παρέθρισα, A.R.2.601, Q.S.6.629 (tm.).
German (Pape)
[Seite 478] zsgz. παραθρίζω, nebenbei od. im Vorbeigehen abmähen, verschneiden, Schol. Ap. Rh. 2, 603.
Greek (Liddell-Scott)
παραθερίζω: ἀποκόπτω τὴν ἄκραν πράγματός τινος, ἐν τῷ ποιητ. ἀόρ. α΄ παρέθρισεν, ἔμπης δ’ ἀφλάστοιο παρέθρισαν ἄκρα κόρυμβα, «ἀντὶ τοῦ παρεθέρισαν. κατὰ συγκοπὴν. σημαίνει δὲ τὸ ἀπέκοψαν» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 603· πρβλ. παρατέμνω.