συνδιανοέομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(13_3) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ [[περί]] τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ [[περί]] τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συνδιανοέομαι''': ἀποθετ., διασκοποῦμαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 5 August 2017
English (LSJ)
A deliberate along with, τινὶ περί τινος Plb.2.54.14; σ., πῶς ἂν . . Id.31.12.7.
German (Pape)
[Seite 1007] dep. pass., mit oder zugleich überlegen, berathschlagen; τινὶ περί τινος, Pol. 2, 54, 14 u. öfter; συνδιανοηθῆναι, πῶς ἄν –, 31, 20, 7; u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιανοέομαι: ἀποθετ., διασκοποῦμαι ὁμοῦ μετά τινος, «συσκέπτομαι», τινι περί τινος Πολύβ. 2. 54, 14· σ., πῶς ἄν... ὁ αὐτ. 31. 20, 7.