ἀνεμόω: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
(13_5) |
(6_14) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); [[πέπλον]] ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); [[πέπλον]] ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀνεμόω''': μέλλ. -ώσω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, Βυζ.: -Παθ., κινοῦμαι ἢ σαλεύομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 83D: ἠνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], ἔχων τὴν κόμην κυματίζουσαν εἰς τὸν ἄνεμον, Καλλίστρ. 14· ἠνεμωμένη πτεροῖς Λυκόφρ. 1119: περὶ τῆς θαλάσσης, ἐγείρομαι, διεγείρομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 13. 12. ΙΙ. παθ., «φουσκώνω», φυσιοῦμαι, ἐξογκοῦμαι, ἢν ἀνεμηθῶσιν αἱ ὑστέραι Ἱππ. 670. 37: - μεταφ., ἠνεμῶσθαι [[περί]] τι, ὁρμῶ [[πρός]] τι [[μετὰ]] ζήλου, Αἰλ. π. Ζ. 11. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:09, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 223] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); πέπλον ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν τρίχα, mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόω: μέλλ. -ώσω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, Βυζ.: -Παθ., κινοῦμαι ἢ σαλεύομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 83D: ἠνεμωμένος τὴν τρίχα, ἔχων τὴν κόμην κυματίζουσαν εἰς τὸν ἄνεμον, Καλλίστρ. 14· ἠνεμωμένη πτεροῖς Λυκόφρ. 1119: περὶ τῆς θαλάσσης, ἐγείρομαι, διεγείρομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 13. 12. ΙΙ. παθ., «φουσκώνω», φυσιοῦμαι, ἐξογκοῦμαι, ἢν ἀνεμηθῶσιν αἱ ὑστέραι Ἱππ. 670. 37: - μεταφ., ἠνεμῶσθαι περί τι, ὁρμῶ πρός τι μετὰ ζήλου, Αἰλ. π. Ζ. 11. 7.