ἀναστομωτικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(b)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] dasselbe, Medic., auch Eßlust erregend.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] dasselbe, Medic., auch Eßlust erregend.
}}
{{ls
|lstext='''ἀναστομωτικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, [[ἐπειδὰν]] κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.
}}
}}

Revision as of 11:31, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστομωτικός Medium diacritics: ἀναστομωτικός Low diacritics: αναστομωτικός Capitals: ΑΝΑΣΤΟΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anastomōtikós Transliteration B: anastomōtikos Transliteration C: anastomotikos Beta Code: a)nastomwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = foreg., Dsc.1.4, Antyll. ap. Orib.10.25.2.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Medic., auch Eßlust erregend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστομωτικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, ἐπειδὰν κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.