ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
(6_11) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. -κως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10. | |lstext='''ἀργυραμοιβικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) [[Πολυδ]]. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. -κως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le change de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a money-changer: ἡ-κή (sc. τέχνη), Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv.-κῶς Id.Hist.Conscr.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. -κως, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le change de l’argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.