Καρικός: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Κᾱρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν˙ εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον [[σχῆμα]] αἰσχρόν», [[προσέτι]]: «Καρικοὶ τράγοι˙ ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, [[εἶδος]] ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, [[εἶδος]] ἐπικήδειου ὕμνου, [[θρῆνος]], Πλάτ. Νόμ. 800 Ε˙ οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302˙ [[μέλος]] ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις [[κορίσκη]] Καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ [[μέλη]]˙ ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».
|lstext='''Κᾱρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν˙ εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον [[σχῆμα]] αἰσχρόν», [[προσέτι]]: «Καρικοὶ τράγοι˙ ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, [[εἶδος]] ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, [[εἶδος]] ἐπικήδειου ὕμνου, [[θρῆνος]], Πλάτ. Νόμ. 800 Ε˙ οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302˙ [[μέλος]] ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις [[κορίσκη]] Καρικὸν [[μέλος]] τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ [[μέλη]]˙ ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Carie <i>ou</i> de Carien.<br />'''Étymologie:''' [[Κάρ]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κᾱρικός Medium diacritics: Καρικός Low diacritics: Καρικός Capitals: ΚΑΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Karikós Transliteration B: Karikos Transliteration C: Karikos Beta Code: *kariko/s

English (LSJ)

ή, όν, Carian,

   A λόφος Alc.22, cf. Hdt.1.171, al.; used for εὐτελής, worthless, κ. τράγοι S.Fr.540.    II Κ. ἔλαιον a kind of salve, Ophel.5; Κ. φάρμακον Hp.Ulc.16.    III Καρικὴ μοῦσα funeral song, dirge, Pl.Lg.800e; Κ. αὐλήματα Ar.Ra.1302; Κ. μέλος Pl.Com.69.12 (dub. l.).    IV Καρική (καρίκη cod.)· ἀσύνθετος (leg. ἀσύνετος) , καὶ ἄμπελος, Hsch.    V Καρικόν, τό, Carian quarter in Memphis, PSI4.409.21 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

Κᾱρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Καρίαν, ἢ Καρικῆς τέχνης, λόφον τε σείων Καρικὸν Ἀλκαῖος παρὰ Στράβ. 661. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικόν˙ εὐτελές, μικρόν. δηλοῖ δὲ καὶ ἀφροδίσιον σχῆμα αἰσχρόν», προσέτι: «Καρικοὶ τράγοι˙ ὡς εὐτελῶν ὄντων. Σοφοκλῆς Σαλμωνεῖ» (Ἀποσπ. 485). ΙΙ. Καρικόν, τό, εἶδος ἀλοιφῆς, Ἱππ. 878 Ε. ΙΙΙ. Καρικὴ μοῦσα, ἡ, εἶδος ἐπικήδειου ὕμνου, θρῆνος, Πλάτ. Νόμ. 800 Ε˙ οὕτω, Καρικὰ αὐλήματα Ἀριστοφ. Βάτρ. 1302˙ μέλος ᾀδόμενον ἐν συμποσίοις, αὐλοὺς δ’ ἔχουσά τις κορίσκη Καρικὸν μέλος τι μελίζεται τοῖς συμπόταις Πλάτ. Κωμ. ἐν «Λάκωσιν» 1. 12. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καρικὰ μέλη˙ ἐλέγετό τις Καρικὸς ῥυθμὸς ἐκ τροχαίου καὶ ἰάμβου συγκείμενος».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Carie ou de Carien.
Étymologie: Κάρ.