διωμοσία: Difference between revisions
From LSJ
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διωμοσία''': ἡ, [[ὅρκος]], ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ [[δίκη]], Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. [[ἀντωμοσία]]. | |lstext='''διωμοσία''': ἡ, [[ὅρκος]], ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ [[δίκη]], Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. [[ἀντωμοσία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />serment prêté en justice.<br />'''Étymologie:''' [[διώμοτος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A an oath taken by both parties at the ἀνάκρισις before the trial came on, Antipho 5.88 (pl.), D.23.69; τὰς δ. ποιεῖσθαι Lys.10.11.
Greek (Liddell-Scott)
διωμοσία: ἡ, ὅρκος, ὃν ἔδιδον οἱ διαδικαζόμενοι κατὰ τὴν ἀνάκρισιν πρὶν ἔλθῃ ἡ δίκη, Ἀντιφῶν 139. 41, Λυσ. 117. 13· πρβλ. ἀντωμοσία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
serment prêté en justice.
Étymologie: διώμοτος.