ἐθελοπονία: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐθελοπονία''': ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ [[φιλοπονία]] ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.
|lstext='''ἐθελοπονία''': ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ [[φιλοπονία]] ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bonne volonté au travail, activité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθελόπονος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελοπονία: ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ φιλοπονία ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne volonté au travail, activité.
Étymologie: ἐθελόπονος.