Φθία: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(6_3)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''Φθία''': [ῑ], ας, Ἐπικ. καὶ Ἰων. Φθίη, ης, ἡ, «[[πόλις]] καὶ [[μοῖρα]] Θετταλίας» (Στέφ.), πατρὶς τοῦ Ἀχιλλέως, Ὅμηρ.· Φθίηνδε, εἰς Φθίαν, Ἰλ. Α. 169, κλπ.· Φθίηφι, ἐν Φθίᾳ, Τ. 323. ― Ἐντεῦθεν Φθῑώτης, ου, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Φθίας, Ἡρόδ. 7. 131, Θουκ., κλπ.· Φθιῶτ’ Ἀχιλλεῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 575, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 237· [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., Πηνειὲ Φθιῶτα Καλλ. εἰς Δῆλ. 112. ― Φθιῶτις γῆ, ἡ [[χώρα]] τῆς Φθίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 664, κλπ.· ἀκταὶ Φθίας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1125· γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1048. ― Ἐπίθ. Φθιωτικός, ή, όν, Στράβ. 433, κλπ.· Φθιώτιος, α, ον, Χριστοδ. Ἔκφρ. 200· ― [[ὡσαύτως]] ἐπίθ. [[Φθῖος]], -α, -ον, [[ἐντεῦθεν]] Φθῖοι = Φθιῶται, Ἰλ. Ν. 686· [[μετὰ]] θηλυκοῦ Φθιάς, άδος, ἡ, Εὐρ. Ἑκ. 451. κλπ.
|lstext='''Φθία''': [ῑ], ας, Ἐπικ. καὶ Ἰων. Φθίη, ης, ἡ, «[[πόλις]] καὶ [[μοῖρα]] Θετταλίας» (Στέφ.), πατρὶς τοῦ Ἀχιλλέως, Ὅμηρ.· Φθίηνδε, εἰς Φθίαν, Ἰλ. Α. 169, κλπ.· Φθίηφι, ἐν Φθίᾳ, Τ. 323. ― Ἐντεῦθεν Φθῑώτης, ου, ὁ, [[κάτοικος]] τῆς Φθίας, Ἡρόδ. 7. 131, Θουκ., κλπ.· Φθιῶτ’ Ἀχιλλεῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 575, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 237· [[ὡσαύτως]] ὡς ἐπίθ., Πηνειὲ Φθιῶτα Καλλ. εἰς Δῆλ. 112. ― Φθιῶτις γῆ, ἡ [[χώρα]] τῆς Φθίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 664, κλπ.· ἀκταὶ Φθίας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1125· γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1048. ― Ἐπίθ. Φθιωτικός, ή, όν, Στράβ. 433, κλπ.· Φθιώτιος, α, ον, Χριστοδ. Ἔκφρ. 200· ― [[ὡσαύτως]] ἐπίθ. [[Φθῖος]], -α, -ον, [[ἐντεῦθεν]] Φθῖοι = Φθιῶται, Ἰλ. Ν. 686· [[μετὰ]] θηλυκοῦ Φθιάς, άδος, ἡ, Εὐρ. Ἑκ. 451. κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />Phthie :<br /><b>1</b> anc. ville de Thessalie;<br /><b>2</b> région de la ville de Phthie, Phthiotide.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym.
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

Φθία: [ῑ], ας, Ἐπικ. καὶ Ἰων. Φθίη, ης, ἡ, «πόλις καὶ μοῖρα Θετταλίας» (Στέφ.), πατρὶς τοῦ Ἀχιλλέως, Ὅμηρ.· Φθίηνδε, εἰς Φθίαν, Ἰλ. Α. 169, κλπ.· Φθίηφι, ἐν Φθίᾳ, Τ. 323. ― Ἐντεῦθεν Φθῑώτης, ου, ὁ, κάτοικος τῆς Φθίας, Ἡρόδ. 7. 131, Θουκ., κλπ.· Φθιῶτ’ Ἀχιλλεῦ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 131, πρβλ. Εὐρ. Τρῳ. 575, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 237· ὡσαύτως ὡς ἐπίθ., Πηνειὲ Φθιῶτα Καλλ. εἰς Δῆλ. 112. ― Φθιῶτις γῆ, ἡ χώρα τῆς Φθίας, Εὐρ. Ἀνδρ. 664, κλπ.· ἀκταὶ Φθίας ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1125· γυναῖκες ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1048. ― Ἐπίθ. Φθιωτικός, ή, όν, Στράβ. 433, κλπ.· Φθιώτιος, α, ον, Χριστοδ. Ἔκφρ. 200· ― ὡσαύτως ἐπίθ. Φθῖος, -α, -ον, ἐντεῦθεν Φθῖοι = Φθιῶται, Ἰλ. Ν. 686· μετὰ θηλυκοῦ Φθιάς, άδος, ἡ, Εὐρ. Ἑκ. 451. κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
Phthie :
1 anc. ville de Thessalie;
2 région de la ville de Phthie, Phthiotide.
Étymologie: DELG pas d’étym.