αἱμοβόρος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱμοβόρος''': -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν [[αἷμα]], ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = [[ἀκόρεστος]] αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· [[ἔχιδνα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1152. | |lstext='''αἱμοβόρος''': -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν [[αἷμα]], ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = [[ἀκόρεστος]] αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· [[ἔχιδνα]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1152. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], [[βιβρώσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A blood-sucking, of certain insects, Arist.HA596b13; γαστέρας αἱ., of serpents, greedy of blood, Theoc.24.18; ἔχιδνα IG4.620.4 (Argos); λύκος βλέπων -βόρον Alciphr.3.21.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοβόρος: -ον, ὁ βιβρώσκων, μυζῶν αἷμα, ἐπὶ ἐντόμων τινῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 11. 1· γαστέρας αἱμ. ἐπὶ ὄφεων = ἀκόρεστος αἵματος, Θεόκρ. 24. 18· ἔχιδνα Συλλ. Ἐπιγρ. 1152.