αἱματώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἱματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ. | |lstext='''αἱματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς [[αἷμα]], Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />d’un rouge sang.<br />'''Étymologie:''' [[αἷμα]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A looking like blood, διαχωρήματα Hp.Prog.11; φάρυγξ Th.2.49, cf. Arist. Mete.342a36, Thphr.HP6.4.6, etc. 2 of the nature of blood, bloody, ὑγρότης Arist.GA726b32, cf.PA665b7 (Comp.), al.; διαχώρησις Diocl. Fr.147.
Greek (Liddell-Scott)
αἱματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Θουκ. 2. 49, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 5, 1. καὶ ἀλλ. 2) ἐκ τῆς φύσεως τοῦ αἵματος, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 19, 9. Μορ. Ζ. 4. 3, 4, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
d’un rouge sang.
Étymologie: αἷμα, -ωδης.