ἀνδρότης: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
(6_12)
 
(Bailly1_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρότης''': -ητος, καὶ ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, [[ἀνδροσύνη]], [[ἀνδρεία]], λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἤδην Ἰλ. Χ. 363. - Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 13: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀν, ἴδε ἐν λέξει ἀνδροτής.
|lstext='''ἀνδρότης''': -ητος, καὶ ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, [[ἀνδροσύνη]], [[ἀνδρεία]], λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἤδην Ἰλ. Χ. 363. - Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 13: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀν, ἴδε ἐν λέξει ἀνδροτής.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἁδροτής]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρότης: -ητος, καὶ ἀνδροτής, ῆτος, ἡ, ἀνδροσύνη, ἀνδρεία, λιποῦσ᾽ ἀνδροτῆτα καὶ ἤδην Ἰλ. Χ. 363. - Φίντυς παρὰ Στοβ. 444. 13: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. ἔνθ᾽ ἀν, ἴδε ἐν λέξει ἀνδροτής.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
c. ἁδροτής.
Étymologie: ἀνήρ.