τρυγητός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(6_23)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρυγητός''': καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε [[Πολυδ]]. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, [[τρύγος]], Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = [[τρύγη]], ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. [[ἄμητος]])· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ [[ἄμητος]] προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.
|lstext='''τρυγητός''': καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε [[Πολυδ]]. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, [[τρύγος]], Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = [[τρύγη]], ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. [[ἄμητος]])· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ [[ἄμητος]] προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> récolte (moisson, vendange);<br /><b>2</b> époque de la récolte, des vendanges.<br />'''Étymologie:''' [[τρυγάω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρυγητός: καὶ τρύγητος, ὁ, (τρῠγάω) τὸ τρυγᾶν, ἡ συγκομιδὴ τῶν καρπῶν, Πλούτ. 2. 671D, Λουκ. Φιλοψ. 22, κλπ., ἴδε Πολυδ. Α΄, 61. 2) ὡς καὶ νῦν, ἡ ἐποχὴ τῆς συγκομιδῆς, τρύγος, Θουκ. 4. 84, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 2. ΙΙ. = τρύγη, ὁ συγκομισθεὶς καρπός, «εἰσοδεία», Γραμμ. (Οἱ Γραμμ. ἐπιχειροῦσι νὰ διακρίνωσι τὴν σημασίαν ταύτην διὰ τοῦ τονισμοῦ, ἴδε ἐν λέξ. ἄμητος)· «τρύγητος ὁ καιρὸς μονογενῶς, τρυγητὸς δὲ τὸ τρυγώμενον» Ἀρκάδ. 81, 26. - Πρβλ. καὶ Θεογνώστ. Καν. 75, 13: «τρύγητος καὶ ἄμητος προπαροξυνόμενα ἐπὶ καιροῦ λαμβάνεται· ἐπὶ γὰρ τῶν πράξεων ὀξύνεται», ἴδε καὶ Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λέξ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 récolte (moisson, vendange);
2 époque de la récolte, des vendanges.
Étymologie: τρυγάω.