τρῆμα: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(6_21)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῆμα''': τό, (√ΤΡΑ, [[τετραίνω]]) ὀπή, [[ἄνοιγμα]], Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = [[τρύπημα]] 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 ([[Πολυδ]]. Θ΄, 96).
|lstext='''τρῆμα''': τό, (√ΤΡΑ, [[τετραίνω]]) ὀπή, [[ἄνοιγμα]], Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = [[τρύπημα]] 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 ([[Πολυδ]]. Θ΄, 96).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> trou, ouverture, orifice;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τιτράω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῆμα Medium diacritics: τρῆμα Low diacritics: τρήμα Capitals: ΤΡΗΜΑ
Transliteration A: trē̂ma Transliteration B: trēma Transliteration C: trima Beta Code: trh=ma

English (LSJ)

ατος, τό, (τετραίνω)

   A perforation, aperture, orifice, Ar.V.141, Pl.Grg.494b, Gal.6.178,580; τὰ τ. τῶν οὐάτων Hp.Carn.15; τ. τυφλόν the foramen caecum in the skull, Gal.2.838; τῆς ἀρτηρίας, [τοῦ αἰδοίου], Arist.HA495a29, 497a25; the hole in the beam of a balance, Theol.Ar.29.    2 = τρύπημα, sens. obsc., Ar.Ec.906 (lyr.), Lys. 410.    II of the holes or pips of dice, Amips.20.

Greek (Liddell-Scott)

τρῆμα: τό, (√ΤΡΑ, τετραίνω) ὀπή, ἄνοιγμα, Λατ. foramen, Ἀριστοφ. Σφ. 141, Πλάτ. Γοργ. 494B· τὸ τρ. οὐάτων Ἱππ. 252. 37· τῆς ἀρτηρίας, τοῦ πνεύμονος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 10, πρβλ. 17. 18. 2) = τρύπημα 2, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 906, Λυσ. 410. ΙΙ. ἐπὶ τῶν ὀπῶν ἢ στιγμάτων τῶν κύβων, Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5 (Πολυδ. Θ΄, 96).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 trou, ouverture, orifice;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: τιτράω.