ἁπτός: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁπτός''': -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.
|lstext='''ἁπτός''': -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />tangible, palpable.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτός Medium diacritics: ἁπτός Low diacritics: απτός Capitals: ΑΠΤΟΣ
Transliteration A: haptós Transliteration B: haptos Transliteration C: aptos Beta Code: a(pto/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτω)

   A tangible, ὁρατὰ ἢ ἁ. σώματα Pl.R.525d, cf. Ti. 32b, al., Arist.de An.424a12, Thphr.Od.64, etc.    II ἁπτά· φάρμακα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτός: -ή, -όν, (ἅπτω) ὁ εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς ἁφῆς ὑποπίπτων, τὸ τοῦ Κικέρωνος tractabilis, ὁρατὰ καὶ ἁπτὰ σώματα Πλάτ. Πολ. 525D, πρβλ. Τίμ. 32Β, κ. ἀλλ., Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 2.11, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tangible, palpable.
Étymologie: ἅπτω¹.