ἀρηΐφιλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρηΐφῐλος''': [ᾰ], η, όν, ἀγαπητὸς εἰς τὸν Ἄρην, εὐνοούμενος ὑπὸ τοῦ Ἄρεως, τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, συνηθέστ. ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν παρ’ Ὁμ. ὡς ἐν Ἰλ. Β. 778, πρβλ. Ἡσ. Θ. 317, Πινδ. 1. 7 (8). 53, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Θερμώδοντος, Τρυφ. 33.
|lstext='''ἀρηΐφῐλος''': [ᾰ], η, όν, ἀγαπητὸς εἰς τὸν Ἄρην, εὐνοούμενος ὑπὸ τοῦ Ἄρεως, τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, συνηθέστ. ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν παρ’ Ὁμ. ὡς ἐν Ἰλ. Β. 778, πρβλ. Ἡσ. Θ. 317, Πινδ. 1. 7 (8). 53, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Θερμώδοντος, Τρυφ. 33.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />cher à Arès, protégé par Arès.<br />'''Étymologie:''' [[Ἄρης]], [[φίλος]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 349] dem Ares lieb, bei Hom. Menelaos Iliad. 3, 21. 52. 69. 90. 136. 206. 232. 253. 307. 430. 432. 452. 457. 4. 13. 150. 11, 463. 17, 1. 11. 138 Od. 15, 169, Meleager Iliad. 9, 550, Lykomedes 17, 346; ἀρχὸν ἀρηίφιλον ποθέοντες, den Achill, 2, 778; ἀρηιφίλων ὑπ' Ἀχαιῶν Versende Iliad. 6, 73. 16, 303. 17, 319. 336; – auch Sp., wie Tryphiod. 653.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρηΐφῐλος: [ᾰ], η, όν, ἀγαπητὸς εἰς τὸν Ἄρην, εὐνοούμενος ὑπὸ τοῦ Ἄρεως, τοῦ θεοῦ τοῦ πολέμου, συνηθέστ. ἐπίθ. τῶν πολεμιστῶν παρ’ Ὁμ. ὡς ἐν Ἰλ. Β. 778, πρβλ. Ἡσ. Θ. 317, Πινδ. 1. 7 (8). 53, κτλ.· ἐπὶ τοῦ ποταμοῦ Θερμώδοντος, Τρυφ. 33.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cher à Arès, protégé par Arès.
Étymologie: Ἄρης, φίλος.