βίβλος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6_10) |
(Bailly1_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βίβλος''': ἡ, ὁ ἐσώτερος φλοιὸς τοῦ παπύρου ([[βύβλος]])· [[καθόλου]], [[φλοιός]], Πλάτ. Πολιτ. 228Ε. ΙΙ. [[βιβλίον]] τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἦσαν πεποιημένα ἐκ τούτου τοῦ φλοιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947, Δημ. 313. 13, κτλ.· αἱ βίβλοι, τὰ [[ἐννέα]] βιβλία [[ἤτοι]] διαιρέσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου, Λουκ. Ἡροδ. 1· πρβλ. [[βύβλος]]. | |lstext='''βίβλος''': ἡ, ὁ ἐσώτερος φλοιὸς τοῦ παπύρου ([[βύβλος]])· [[καθόλου]], [[φλοιός]], Πλάτ. Πολιτ. 228Ε. ΙΙ. [[βιβλίον]] τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἦσαν πεποιημένα ἐκ τούτου τοῦ φλοιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947, Δημ. 313. 13, κτλ.· αἱ βίβλοι, τὰ [[ἐννέα]] βιβλία [[ἤτοι]] διαιρέσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου, Λουκ. Ἡροδ. 1· πρβλ. [[βύβλος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> écorce intérieure <i>ou</i> moelle du papyrus ; écorce <i>en gén.</i><br /><b>2</b> écrit, livre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[βύβλος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 444] ἡ, Bast der Papyrusstaude, s. βύβλος; daraus gemachtes Papier; Buch, Aesch. Suppl. 946; Her. 5, 58; Plat. Theaet. 162 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βίβλος: ἡ, ὁ ἐσώτερος φλοιὸς τοῦ παπύρου (βύβλος)· καθόλου, φλοιός, Πλάτ. Πολιτ. 228Ε. ΙΙ. βιβλίον τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα ἦσαν πεποιημένα ἐκ τούτου τοῦ φλοιοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 947, Δημ. 313. 13, κτλ.· αἱ βίβλοι, τὰ ἐννέα βιβλία ἤτοι διαιρέσεις τῆς ἱστορίας τοῦ Ἡροδότου, Λουκ. Ἡροδ. 1· πρβλ. βύβλος.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
1 écorce intérieure ou moelle du papyrus ; écorce en gén.
2 écrit, livre.
Étymologie: cf. βύβλος.