δασύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσύθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ [[πυκνόθριξ]], ὁ [[πλήρης]] τριχῶν, μῆλα Ἀνθ. Π. 6. 113· αἴξ Νόνν. Δ, 48. 673.
|lstext='''δᾰσύθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ [[πυκνόθριξ]], ὁ [[πλήρης]] τριχῶν, μῆλα Ἀνθ. Π. 6. 113· αἴξ Νόνν. Δ, 48. 673.
}}
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ, τό)<br />aux poils épais, velu.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]], [[θρίξ]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 524] τριχος, dichthaarig, rauh, σῶμα Polem. Physiogn. 1, 5; δασύτριχος τράγοιο Theocr. 7, 15; αἴξ Simmi. 1 (VI, 113);δασὐτριχα μῆλα Lyr. 1 (IX, 133); Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσύθριξ: ὁ, ἡ, ὁ πυκνόθριξ, ὁ πλήρης τριχῶν, μῆλα Ἀνθ. Π. 6. 113· αἴξ Νόνν. Δ, 48. 673.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ, τό)
aux poils épais, velu.
Étymologie: δασύς, θρίξ.