διαπαρθενεύω: Difference between revisions
From LSJ
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαπαρθενεύω''': ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, [[διαφθείρω]] κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ. | |lstext='''διαπαρθενεύω''': ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, [[διαφθείρω]] κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=violer une jeune fille.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[παρθενεύω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[διακορέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
German (Pape)
[Seite 594] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
διαπαρθενεύω: ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, διαφθείρω κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ.
French (Bailly abrégé)
violer une jeune fille.
Étymologie: διά, παρθενεύω.
Syn. διακορέω.