ἐγγίων: Difference between revisions
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐγγίων''': -ον, ἔγγιστον, η, ον, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2166. 34· συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἐγγύς: οὐδέτ. ἔγγιον, ἔγγιστα, ὡς ἐπίρρ. Ἱππ. 356. 32., 352. 36, κτλ.· ἐξ ἐγγίονος Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 108· τοὺς ἔγγιστα τῆς Ἀττικῆς τόπους Δημ. 282. 28· οἱ ἔγγιστα, οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς, Ἀντιφῶν 129. 14. | |lstext='''ἐγγίων''': -ον, ἔγγιστον, η, ον, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2166. 34· συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἐγγύς: οὐδέτ. ἔγγιον, ἔγγιστα, ὡς ἐπίρρ. Ἱππ. 356. 32., 352. 36, κτλ.· ἐξ ἐγγίονος Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 108· τοὺς ἔγγιστα τῆς Ἀττικῆς τόπους Δημ. 282. 28· οἱ ἔγγιστα, οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς, Ἀντιφῶν 129. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>seul. dans la loc.</i> [[ἐξ]] ἐγγίονος, v. [[ἐγγύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, ἔγγιστος, η, ον, Comp. and Sup.Adj., formed from Adv. ἐγγύς:—
A nearer, nearest, οὐδὲν ἡμῖν ἐστὶν ἔγγιον ἡμῶν αὐτῶν Procl. in Alc.p.6C.; ἔτη δέκα τὰ ἔγγιστα IG7.2225.24 (Thisbe): neut. ἔγγιον, ἔγγιστα, as Adv., Hp.Vict.1.35 (also -υτότατα ibid.), 2.44, etc.; ἐξ ἐγγίονος App.BC4.108; τοὺς ἔγγιστα τῆς Ἀττικῆς τόπους Decr. ap. D.18.165; οἱ ἔγγιστα the next of kin, Antipho 4.4.1; ἔγγιστα approximately, of numbers, Autol.1.6, Vett.Val.153.21, etc.; αἱ ἔγγιστα τᾶς τοῦ ἀμβλυγώνου κώνου τομᾶς asymptotes of the hyperbola, Archim. Con.Sph.Praef.; of Time, next, forthcoming, ἡ ἔγγιστα ἀρίθμησις POxy.1258.7 (i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγίων: -ον, ἔγγιστον, η, ον, Συλλογ. Ἐπιγρ. 2166. 34· συγκρ. καὶ ὑπερθ. ἐπίθ. ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἐγγύς: οὐδέτ. ἔγγιον, ἔγγιστα, ὡς ἐπίρρ. Ἱππ. 356. 32., 352. 36, κτλ.· ἐξ ἐγγίονος Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 108· τοὺς ἔγγιστα τῆς Ἀττικῆς τόπους Δημ. 282. 28· οἱ ἔγγιστα, οἱ πλησιέστατοι συγγενεῖς, Ἀντιφῶν 129. 14.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
seul. dans la loc. ἐξ ἐγγίονος, v. ἐγγύς.