εἰμέν: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰμέν''': Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ [[εἶμεν]], Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.
|lstext='''εἰμέν''': Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ [[εἶμεν]], Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.
}}
{{bailly
|btext=<i>épq., ion. et dor. c.</i> ἐσμέν, <i>1ᵉ pl. de</i> [[εἰμί]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 730] ep. u. ion. = ἐσμέν, wir sind; εἶμεν, att. = εἴημεν.

Greek (Liddell-Scott)

εἰμέν: Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ εἶμεν, Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ αὐτοῦ ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.

French (Bailly abrégé)

épq., ion. et dor. c. ἐσμέν, 1ᵉ pl. de εἰμί.