Ἑλληνίς: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ἑλληνίς''': Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ [[Ἑλλήνιος]], Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076. | |lstext='''Ἑλληνίς''': Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ [[Ἑλλήνιος]], Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />hellénique, grecque (terre, île, ville, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[Ἕλλην]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
Dor. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ,= fem. of Ἑλλήνιος, Pi.P.11.50;
A ἀρεταὶ ἀέθλων Id.Pae.4.23, cf. Cratin.293, Lys.30.18, Th. 1.35, D.18.304, etc.; Ἑ. διάλεκτος, γλῶττα, Phld.D.3.14. II Ἑλληνίς (sc. γυνή), ἡ, Grecian woman, E.El.1076, Men.79. 2 pagan woman, Jul.Ep.112.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνίς: Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ Ἑλλήνιος, Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
hellénique, grecque (terre, île, ville, etc.).
Étymologie: Ἕλλην.