ἐξαγοράζω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰγοράζω''': [[ἀγοράζω]] τι [[παρά]] τινος, ἐξηγόρασε παρ’ αὐτῶν τά... πλοῖα Πολύβ. 3. 42, 2· [[ἀγοράζω]] καθ’ ὁλοκληρίαν, Πλουτ. Κράσσος 2: ― ἀπολυτρώνω, Διόδ. 36. 1· ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 13· τροπικῶς ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι, ποιούμενοι φρόνιμον καὶ συνετὴν χρῆσιν τοῦ καιροῦ, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἐπιστ. π. Κολ. δ΄, 5· ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 16· τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι, λυτρούμενοι ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου κολάσεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1032Α.
|lstext='''ἐξᾰγοράζω''': [[ἀγοράζω]] τι [[παρά]] τινος, ἐξηγόρασε παρ’ αὐτῶν τά... πλοῖα Πολύβ. 3. 42, 2· [[ἀγοράζω]] καθ’ ὁλοκληρίαν, Πλουτ. Κράσσος 2: ― ἀπολυτρώνω, Διόδ. 36. 1· ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 13· τροπικῶς ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι, ποιούμενοι φρόνιμον καὶ συνετὴν χρῆσιν τοῦ καιροῦ, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἐπιστ. π. Κολ. δ΄, 5· ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 16· τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι, λυτρούμενοι ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου κολάσεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1032Α.
}}
{{bailly
|btext=acheter.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀγοράζω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 861] aus-, aufkaufen; Plut. Crass. 2; παρά τινος, Pol. 3, 42, 2; loskaufen, D. Sic. 36, 1; auch im med., N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγοράζω: ἀγοράζω τι παρά τινος, ἐξηγόρασε παρ’ αὐτῶν τά... πλοῖα Πολύβ. 3. 42, 2· ἀγοράζω καθ’ ὁλοκληρίαν, Πλουτ. Κράσσος 2: ― ἀπολυτρώνω, Διόδ. 36. 1· ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 13· τροπικῶς ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι, ποιούμενοι φρόνιμον καὶ συνετὴν χρῆσιν τοῦ καιροῦ, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἐπιστ. π. Κολ. δ΄, 5· ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 16· τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι, λυτρούμενοι ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου κολάσεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1032Α.

French (Bailly abrégé)

acheter.
Étymologie: ἐξ, ἀγοράζω.