κατατροπόομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(6_5)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατροπόομαι''': ἀποθ., [[τρέπω]] εἰς φυγήν, ὡς τὸ [[κατατρέπω]], τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175.
|lstext='''κατατροπόομαι''': ἀποθ., [[τρέπω]] εἰς φυγήν, ὡς τὸ [[κατατρέπω]], τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br />mettre en fuite.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρέπω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κατατροπόομαι: ἀποθ., τρέπω εἰς φυγήν, ὡς τὸ κατατρέπω, τινὰ Αἴσωπ. καὶ Βυζ.· καὶ ὁ Παθ. ἀόρ., κατατροπωθεὶς τῷ εὐτυχήματι Ἰωσήπ. Γένεσ. σ. 46D· ὡσαύτως ἐν τῷ ἐνεργ., ἀναιροῦσαι καὶ ἀνατροποῦσαι Αἴσωπ. 175.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
mettre en fuite.
Étymologie: κατά, τρέπω.