κουφότης: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κουφότης''': -ητος, ἡ, [[ἐλαφρότης]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 385, Πλάτ. Τίμ. 65Ε, Νόμ. 625D, Ἀριστ., κτλ., ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 897Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 12· κ. τροφῆς, [[ἐλαφρότης]], τὸ εὔπεπτον, Θεόφρ. π. Φ. Αἰτ. 4. 9, 4. 2) μεταφ., «[[ἐλαφρότης]]», [[κουφόνοια]], Διον. Ἁλ. 7. 17. 3) [[ἀνακούφισις]], μόχθων Εὐρ. Ἀποσπ. 119.
|lstext='''κουφότης''': -ητος, ἡ, [[ἐλαφρότης]], Ἱππ. π. Ἀέρ. 385, Πλάτ. Τίμ. 65Ε, Νόμ. 625D, Ἀριστ., κτλ., ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 897Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 12· κ. τροφῆς, [[ἐλαφρότης]], τὸ εὔπεπτον, Θεόφρ. π. Φ. Αἰτ. 4. 9, 4. 2) μεταφ., «[[ἐλαφρότης]]», [[κουφόνοια]], Διον. Ἁλ. 7. 17. 3) [[ἀνακούφισις]], μόχθων Εὐρ. Ἀποσπ. 119.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />légèreté.<br />'''Étymologie:''' [[κοῦφος]].
}}
}}

Revision as of 20:01, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφότης Medium diacritics: κουφότης Low diacritics: κουφότης Capitals: ΚΟΥΦΟΤΗΣ
Transliteration A: kouphótēs Transliteration B: kouphotēs Transliteration C: koufotis Beta Code: koufo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A lightness, Hp.Aër.8, Pl.Ti.65e, Lg.625d, Arist. Cael.300b24, etc.; agility, Jul.Or.2.53c: pl., Pl.Lg.897a, Arist.PA 648b7; κ. τροφῆς lightness, digestibility, Thphr.CP4.9.4.    2 metaph., triviality, levity, Phld.Vit.p.27 J., D.H.7.17.    3 relief, μόχθων E.Fr.119.    4 lightness, of style, Phld.Rh.1.178 S.

Greek (Liddell-Scott)

κουφότης: -ητος, ἡ, ἐλαφρότης, Ἱππ. π. Ἀέρ. 385, Πλάτ. Τίμ. 65Ε, Νόμ. 625D, Ἀριστ., κτλ., ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Νόμ. 897Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 12· κ. τροφῆς, ἐλαφρότης, τὸ εὔπεπτον, Θεόφρ. π. Φ. Αἰτ. 4. 9, 4. 2) μεταφ., «ἐλαφρότης», κουφόνοια, Διον. Ἁλ. 7. 17. 3) ἀνακούφισις, μόχθων Εὐρ. Ἀποσπ. 119.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
légèreté.
Étymologie: κοῦφος.