3,251,689
edits
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕπαιθᾰ''': Ἐπίρρ., (ὑπό, [[ὑπαί]]), [[ὕπαιθα]] λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· [[ποταμός]]... ὕπ. ῥέων, [[κάτωθεν]] ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ [[[πέλεια]]] ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. [[μετὰ]] γενικ., αἱ μὲν [[ὕπαιθα]] ἄνακτος ἐπρίπνυον (δηλ. αἱ ἀμφίπολοι), ὑπεστήριζον αὐτὸν παραπλεύρως ἀσθμαίνουσαι, Ἰλ. Σ. 421· [[ὕπαιθα]] δὲ [[τοῖο]] λιασθεὶς φεῦγ’, πλαγίως δὲ ἐκκλίνας ἔφευγε, Φ. 255. | |lstext='''ὕπαιθᾰ''': Ἐπίρρ., (ὑπό, [[ὑπαί]]), [[ὕπαιθα]] λιάσθη, «εἰς πλάγιον ἐξέκλινεν, εἰς τοὔμπροσθεν» (Σχολ.), Ἰλ Ο. 520· [[ποταμός]]... ὕπ. ῥέων, [[κάτωθεν]] ῥέων, Υ. 275· ἡ δὲ [[[πέλεια]]] ὕπ. φοβεῖται, κύπτουσα ἢ πλαγίως φεύγει, Χ. 141. ΙΙ. πρόθεσ. [[μετὰ]] γενικ., αἱ μὲν [[ὕπαιθα]] ἄνακτος ἐπρίπνυον (δηλ. αἱ ἀμφίπολοι), ὑπεστήριζον αὐτὸν παραπλεύρως ἀσθμαίνουσαι, Ἰλ. Σ. 421· [[ὕπαιθα]] δὲ [[τοῖο]] λιασθεὶς φεῦγ’, πλαγίως δὲ ἐκκλίνας ἔφευγε, Φ. 255. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>1</b> en se baissant, en dessous;<br /><b>2</b> de côté, obliquement ; avec un gén. : en se détournant.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπαί]], -θα. | |||
}} | }} |