σφαγεῖον: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_21) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφαγεῖον''': τό, ([[σφάζω]]) «τὸ [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ τὸ [[αἷμα]] τῶν σφαζομένων ἱερείων δέχονται» (Φώτ.)· οἱ μὲν [[σφαγεῖον]] ἔφερον, οἱ δ’ ᾖρον κανᾶ Εὐρ. Ἠλ. 800, Ι. Τ. 335, Κύκλ. 395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 754· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092, ὁ Debree ἔγραψεν [[ἀνδροσφαγεῖον]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[σφάγιον]], αὐτὸ τὸ [[θῦμα]], Εὐρ. Τρῳ. 742. | |lstext='''σφαγεῖον''': τό, ([[σφάζω]]) «τὸ [[ἀγγεῖον]] εἰς ὃ τὸ [[αἷμα]] τῶν σφαζομένων ἱερείων δέχονται» (Φώτ.)· οἱ μὲν [[σφαγεῖον]] ἔφερον, οἱ δ’ ᾖρον κανᾶ Εὐρ. Ἠλ. 800, Ι. Τ. 335, Κύκλ. 395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 754· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092, ὁ Debree ἔγραψεν [[ἀνδροσφαγεῖον]]. ΙΙ. ὡς τὸ [[σφάγιον]], αὐτὸ τὸ [[θῦμα]], Εὐρ. Τρῳ. 742. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />vase pour recueillir le sang de la victime.<br />'''Étymologie:''' [[σφάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (σφάζω)
A bowl for catching the blood of the victim in sacrifices, E.El.800, IT335, Cyc.395 (dub. l.), Ar.Th.754, IG 22.1543: pl., ib.1424a145:—in A.Ag.1092, for ἀνδρὸς σφάγιον Dobree restored ἀνδροσφαγεῖον.
Greek (Liddell-Scott)
σφαγεῖον: τό, (σφάζω) «τὸ ἀγγεῖον εἰς ὃ τὸ αἷμα τῶν σφαζομένων ἱερείων δέχονται» (Φώτ.)· οἱ μὲν σφαγεῖον ἔφερον, οἱ δ’ ᾖρον κανᾶ Εὐρ. Ἠλ. 800, Ι. Τ. 335, Κύκλ. 395, Ἀριστοφ. Θεσμ. 754· - ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1092, ὁ Debree ἔγραψεν ἀνδροσφαγεῖον. ΙΙ. ὡς τὸ σφάγιον, αὐτὸ τὸ θῦμα, Εὐρ. Τρῳ. 742.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
vase pour recueillir le sang de la victime.
Étymologie: σφάζω.