ἀγλαόκολπος: Difference between revisions
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγλαόκολπος''': ἀγλαόκαρνος, [[ἀγλαόκρανος]], δ. γρ. ἀντὶ [[ἀγλαόκαρπος]], Πινδ. Νεμ. 3, 56. | |lstext='''ἀγλαόκολπος''': ἀγλαόκαρνος, [[ἀγλαόκρανος]], δ. γρ. ἀντὶ [[ἀγλαόκαρπος]], Πινδ. Νεμ. 3, 56. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:11, 17 August 2017
German (Pape)
[Seite 16] Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόκολπος: ἀγλαόκαρνος, ἀγλαόκρανος, δ. γρ. ἀντὶ ἀγλαόκαρπος, Πινδ. Νεμ. 3, 56.