ἁγεμών: Difference between revisions
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>dor. c.</i> [[ἡγεμών]]. | |btext=<i>dor. c.</i> [[ἡγεμών]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾱγεμών</b> (-ών, -όνος, -όνα; -όνεσσι.) <br /> <b>1</b> [[leader]], [[lord]] [[Ὀλύμπιος]] ἁγεμὼν ([[Ζεύς]]) (O. 9.57) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν” (i. e. of [[Pelias]].) (P. 4.112) ὁ τὰν μὲν (sc. Θήβαν) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα (I. 8.20) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:28, 17 August 2017
German (Pape)
[Seite 12] dor. für ἡγεμών, so auch ἁγεμονεύω.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡγεμών.
English (Slater)
ᾱγεμών (-ών, -όνος, -όνα; -όνεσσι.)
1 leader, lord Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (Ζεύς) (O. 9.57) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν” (i. e. of Pelias.) (P. 4.112) ὁ τὰν μὲν (sc. Θήβαν) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα (I. 8.20)