βουβότας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 1: Line 1:


{{Slater
|sltr=<b>βουβότας</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> giving [[pasturage]] [[for]] oxen βουβόται [[τόθι]] πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι (N. 4.52) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> pro subs., [[herdsman]] καὶ τὸν βουβόταν οὔρει [[ἴσον]] Ἀλκυονῆ (βουβόταν δὲ τὸν βουκόλον [[φησί]], [[παρόσον]] [[τὰς]] Ἡλίου [[βοῦς]] ἀπήλασεν. Σ.) (I. 6.32)
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

English (Slater)

βουβότας
   a giving pasturage for oxen βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι (N. 4.52)
   b pro subs., herdsman καὶ τὸν βουβόταν οὔρει ἴσον Ἀλκυονῆ (βουβόταν δὲ τὸν βουκόλον φησί, παρόσον τὰς Ἡλίου βοῦς ἀπήλασεν. Σ.) (I. 6.32)