τόθι

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόθῐ Medium diacritics: τόθι Low diacritics: τόθι Capitals: ΤΟΘΙ
Transliteration A: tóthi Transliteration B: tothi Transliteration C: tothi Beta Code: to/qi

English (LSJ)

poet. Adv., answering to relat. ὅθι and interrog. πόθι:—
A there, in that place, Od.15.239, h.Ap.244, Pi.P.9.59, al., A.R.1.210 (nisi leg. τότε).
2 also for relat. ὅθι, where, h.Pan.25, Mimn.11.5, Pi.N.4.52, B.3.19, Theoc.22.199, A.R.4.1475, etc.

German (Pape)

[Seite 1123] poet. adv. demonstr., dem Frageworte πόθι entsprechend, da, daselbst, dort; τόθι γὰρ νύ οἱ αἴσιμον ἦεν ναιέμεναι, Od. 15, 239; oft bei Pind., z. B. Ol. 3, 32. 7, 77 I. 2, 19; sp. D. – Auch für das relat. ὅθι, bei Pind. N. 4, 52 u. sp. D., wie Theocrit. 22, 199, um den Hiatus zu vermeiden oder Position zu bilden; vgl. noch H. h. Cer. 66 Ven. 158; Herm. Orph. Arg. 631 u. Jac. A. P. 565.

French (Bailly abrégé)

1 adv. démonstr. corrél. de πόθι, ποθί et ὅθι : là même;
2 adv. relat., c. ὅθι : où.
Étymologie: th. démonstr. το-, -θι.

Russian (Dvoretsky)

τόθῐ: adv.
1 там-то, там именно Hom., HH, Pind.;
2 в каковом месте, где (τ. θηεῖτο μάχην Theocr.; τ. κρόκος καταμίσγεται ποίῃ HH).

Greek (Liddell-Scott)

τόθῐ: ποιητικ. ἐπίρρ. ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἀναφορ. ὅθι καὶ τὸ ἐρωτημ. πόθι· (εἶναι δὲ πάντα ταῦτα τοπικαὶ πτώσεις τῶν: ὅ, ὅς, *πός;)· ― ὡς τό: αὐτοῦ, αὐτόθι, τόθι γάρ νύ οἱ αἴσιμον ἦεν ναιέμεναι πολλοῖσιν ἀνάσσοντ’ Ἀργείοισιν Ὀδ. Ο. 239, Υμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 244, Πίνδ., καὶ παρὰ μεταγεν. Ἐπίκ. 2) ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ ἀναφορ. ὅθι, ὅπου, Ὕμν. Ὁμηρ. 18. 25, Μίμνερμ. 10. 5, Πινδ. Π. 4. 84, καὶ παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, οἷον Θεοκρ. 22. 199· ἀλλὰ μόνον πρὸς ἀποφυγὴν χασμωδίας ἢ πρὸς μεταβολὴν βραχείας συλλαβῆς εἰς θέσει μακράν, Ἕρμ. εἰς Ὀρφ. Ἀργ. 631, Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀφρ. 158, Ἰακώψ. ἐν Ἀνθ. Π. σ. 565, ― πλὴν παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 1475.

English (Autenrieth)

there, Od. 15.239†.

English (Slater)

τόθι
   a there τόθι δένδρεα θάμβαινε σταθείς (O. 3.32) τόθι λύτρον συμφορᾶς οἰκτρᾶς γλυκὺ Τλαπολέμῳ ἵσταται (O. 7.77) τόθι γὰρ γένος Εὐφάμου τέλλετο (P. 4.256) τὸ μὲν μέγιστον τόθι χαρμάτων ὤπασας, οἴκοι δὲ (P. 8.64) “τόθι παῖδα τέξεται” (P. 9.59) καὶ τόθι κλειναῖς λτ;τγτ; Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk: καὶ τόθι. κλειναῖς δ Heyne) (I. 2.19) ]καὶ τόθι ν[ P. Oxy. 1792, fr. 34.
   b rel.,
   I where Νεοπτόλεμος δ' ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ (sc. κρατεῖ), βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται Δωδώναθεν ἀρχόμενοι πρὸς Ἰόνιον πόρον (N. 4.52) ἄλσος Ἀπόλλωνος, τόθι Λατοίδαν θαμινὰ Δελφῶν κόραι μελπόμεναι ποδὶ κροτέο[ντι (Pae. 6.15)
   II to a place where, whither ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν δίφρῳ, τόθι νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονός (P. 9.6)

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.)
1. (ως απόκριση στο ερωτ. πόθι και στο αναφ. ὅθι) σε αυτή τη θέση
2. όπου («ὡρμάθη ποτὶ σᾱμα πατρός, ὅθι καρτερὸς Ἴδας κεκλιμένος θαεῖτο μάχην», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. το- (βλ. λ. τόθεν) του ουδ. το του άρθρου και τών δεικτικών αντωνυμιών (πρβλ. τοῖος, τόσος) με επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. ὅθι, πόθι)].

Greek Monotonic

τόθῐ: ποιητ. επίρρ. πρότερο του αναφ. ὅθι (αρχ. τοπική πτώση του
1. εκεί, σ' εκείνο το μέρος, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
2. επίσης, αντί του αναφορ. ὅθι, όπου, σε Πίνδ.

Middle Liddell

1. antecedent to relat. ὅθι (being an old locat. case of ὁ);— there, in that place, Od., Pind.
2. also for relat. ὅθι, where, Pind.