ἀγάνωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(SL_1)
(big3_1)
Line 7: Line 7:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ᾰγᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[proud]] ([[not]] of persons)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[proud]], [[magnificent]] ἀγάνορι μισθῷ (P. 3.55) ἀγάνορα πλοῦτον (P. 10.18) ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[proud]], [[spirited]] ἀγάνορος ἵππου (O. 9.23) [[πεῖραν]] μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν (N. 9.28)
|sltr=<b>ᾰγᾱνωρ</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[proud]] ([[not]] of persons)<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[proud]], [[magnificent]] ἀγάνορι μισθῷ (P. 3.55) ἀγάνορα πλοῦτον (P. 10.18) ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[proud]], [[spirited]] ἀγάνορος ἵππου (O. 9.23) [[πεῖραν]] μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν (N. 9.28)
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀγήνωρ]].
}}
}}

Revision as of 11:43, 21 August 2017

German (Pape)

[Seite 9] ορος, Pind. oft für ἀγήνωρ, [ ñ ––].

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάνωρ: Δωρ.· ἀντὶ ἀγήνωρ, Πίνδ.

English (Slater)

ᾰγᾱνωρ
   1 proud (not of persons)
   a proud, magnificent ἀγάνορι μισθῷ (P. 3.55) ἀγάνορα πλοῦτον (P. 10.18) ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43)
   b proud, spirited ἀγάνορος ἵππου (O. 9.23) πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν (N. 9.28)

Spanish (DGE)

v. ἀγήνωρ.