ἀδυνάστευτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(6_18)
 
(big3_1)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδῠνάστευτος''': -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δυνάστην, Συνέσ. 19C.
|lstext='''ἀδῠνάστευτος''': -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δυνάστην, Συνέσ. 19C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no está bajo una ley absoluta]], [[libre]] δῆμος Synes.<i>Regn</i>.17 (p.39).
}}
}}

Revision as of 11:46, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῠνάστευτος: -ον, ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς δυνάστην, Συνέσ. 19C.

Spanish (DGE)

-ον
que no está bajo una ley absoluta, libre δῆμος Synes.Regn.17 (p.39).