ἀναπόδεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
(6_18) |
(big3_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναπόδεκτος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527. | |lstext='''ἀναπόδεκτος''': -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον [[inaceptable]] Sch.E.<i>Ph</i>.527. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:54, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not to be received, Sch.E.Ph.527.
German (Pape)
[Seite 203] nicht aufzunehmen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδεκτος: -ον, ὅν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποδεχθῇ, «πικρὰ καὶ ἀναπόδεκτα» Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 527.
Spanish (DGE)
-ον inaceptable Sch.E.Ph.527.