ἀκατασκεύαστος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(6_16) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατασκεύαστος''': -ον, = [[ἀκατέργαστος]], [[τραχύς]], οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ [[αὐτόθι]] Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218. | |lstext='''ἀκατασκεύαστος''': -ον, = [[ἀκατέργαστος]], [[τραχύς]], οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ [[αὐτόθι]] Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> [[no equipado]], [[sin armar]]de un barco, Chrys.M.62.131.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[mal preparado]] φάρμακον Thphr.<i>HP</i> 9.16.6.<br /><b class="num">2</b> [[informe]], [[caótico]] γῆ LXX <i>Ge</i>.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1<i>Apoc</i>.19.<br /><b class="num">3</b> [[no fabricado]] σοφία καὶ [[δύναμις]] ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.<i>Ar.et Sab</i>.80.15<br /><b class="num">•</b>fig. [[sencillo]], [[no rebuscado]] Plu.<i>Vit.Hom</i>.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.<i>Ep</i>.137.273.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sencillamente]] [[ἁπλῶς]] καὶ ἀ. D.H.<i>Is</i>.15.2<br /><b class="num">•</b>[[sin prueba]] Origenes <i>Cels</i>.4.58. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A not properly prepared, φάρμακον Thphr.HP9.16.6; unwrought, unformed, γῆ LXX Ge.1.2; ἡ ἀ. chaos, 1Enoch 21.1; unpolished, unartificial, ἁπλᾶ καὶ μονοειδῆ καὶ ἀ. Ps.-Plu.Vit.Hom.218. Adv. -τως D.H.Is.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατασκεύαστος: -ον, = ἀκατέργαστος, τραχύς, οὐχὶ ἐπιμελῶς κατειργασμένος, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 16, 6. καὶ αὐτόθι Schneid., Ἑβδ. (Γεν. α΄, 2). - Ἐπίρρ. -τως, Διον. Ἁλ. περὶ Ἰσαίου, 15. ΙΙ. ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος λεπτὴν ἐπεξεργασίαν, Βί. Ὁμ. 218.
Spanish (DGE)
-ον
I no equipado, sin armarde un barco, Chrys.M.62.131.
II 1mal preparado φάρμακον Thphr.HP 9.16.6.
2 informe, caótico γῆ LXX Ge.1.2, λυθήσονται οἱ οὐρανοὶ καὶ ἔσται ὁ ἀὴρ ἀ. 1Apoc.19.
3 no fabricado σοφία καὶ δύναμις ... ἀχειροποίητοι ... καὶ ἀκατασκεύαστοι Gr.Nyss.Ar.et Sab.80.15
•fig. sencillo, no rebuscado Plu.Vit.Hom.218, γέγονε τοῦτο, οὐ προθεμένης μοι τῆς γνώμης ἀλλ' ἀ. οὕτω παρελθόν Synes.Ep.137.273.
III adv. -ως sencillamente ἁπλῶς καὶ ἀ. D.H.Is.15.2
•sin prueba Origenes Cels.4.58.