ἀτίω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_3)
(big3_7)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀτίω''': [ῐ], = [[ἀτίζω]], δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. [[ἀτίζω]].
|lstext='''ἀτίω''': [ῐ], = [[ἀτίζω]], δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. [[ἀτίζω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br />[[desdeñar]], [[menospreciar]] πενιχρόν Thgn.621, πρέσβαν ἀοιδοσύνην ἀτίουσι Orph.<i>L</i>.62.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Forma ocasional creada sobre τίω q.u., por anal. de [[ἀτιμάω]] y [[ἀτίζω]] q.u.
}}
}}

Revision as of 11:56, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτίω Medium diacritics: ἀτίω Low diacritics: ατίω Capitals: ΑΤΙΩ
Transliteration A: atíō Transliteration B: atiō Transliteration C: atio Beta Code: a)ti/w

English (LSJ)

[ῐ],

   A = ἀτίζω, ἀτίει Thgn.621; ἀτίουσι Orph.L.62.

German (Pape)

[Seite 387] nicht ehren, Theogn. 621. Vgl. ἀτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτίω: [ῐ], = ἀτίζω, δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, πᾶς τις πλούσιον ἄνδρα τίει, ἀτίει δὲ πενιχρὸν Θέογν. 621· ἀτίουσι Ὀρφ. Λιθικ. 62: - Μέσ. ἀόρ. ἀτίσατο [ῑ] Τζέτζ. Μεθ᾽ Ὅμηρ. 702· πρβλ. ἀτίζω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῑ-]
desdeñar, menospreciar πενιχρόν Thgn.621, πρέσβαν ἀοιδοσύνην ἀτίουσι Orph.L.62.

• Etimología: Forma ocasional creada sobre τίω q.u., por anal. de ἀτιμάω y ἀτίζω q.u.