ἐκκήρυκτος: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(6_17) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκήρυκτος''': -ον, ὁ ἐκκηρυχθείς, ἀποκεκηρυγμένος, ἀποβεβλημένος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43. κτλ. | |lstext='''ἐκκήρυκτος''': -ον, ὁ ἐκκηρυχθείς, ἀποκεκηρυγμένος, ἀποβεβλημένος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43. κτλ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[expulsado por medio de una proclama]], [[proclamado como proscrito]], [[ἄνθρωπος]] LXX <i>Ie</i>.22.30, cf. Hippol.<i>Dan</i>.1.13.<br /><b class="num">2</b> en lit. crist. [[excluido]], [[excomulgado]] ἐκκλησίας θεοῦ Gr.Thaum.<i>Ep.Can</i>.2, τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας Eus.<i>HE</i> 6.43.3, κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν Basil.<i>Ep</i>.55, cf. 226.2, οἱ μὲν ἐκκήρυκτοι παρ' ἡμῶν διὰ τὴν ἀσέβειαν γενόμενοι Ath.Al.<i>Ep.Encycl</i>.5.4, αὐτὸν ... ἐκκήρυκτον ποιεῖ ἐν τῇ πόλει Epiph.Const.<i>Haer</i>.69.3.7. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
ον,
A banished, cast away, LXXJe.22.30, Hsch.
German (Pape)
[Seite 762] durch öffentlichen Ausruf des Herolds verbannt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκήρυκτος: -ον, ὁ ἐκκηρυχθείς, ἀποκεκηρυγμένος, ἀποβεβλημένος, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43. κτλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 expulsado por medio de una proclama, proclamado como proscrito, ἄνθρωπος LXX Ie.22.30, cf. Hippol.Dan.1.13.
2 en lit. crist. excluido, excomulgado ἐκκλησίας θεοῦ Gr.Thaum.Ep.Can.2, τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας Eus.HE 6.43.3, κατὰ πᾶσαν Ἐκκλησίαν Basil.Ep.55, cf. 226.2, οἱ μὲν ἐκκήρυκτοι παρ' ἡμῶν διὰ τὴν ἀσέβειαν γενόμενοι Ath.Al.Ep.Encycl.5.4, αὐτὸν ... ἐκκήρυκτον ποιεῖ ἐν τῇ πόλει Epiph.Const.Haer.69.3.7.