ἐκκεντέω: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
(6_23) |
(big3_13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκκεντέω''': κεντῶ, τρυπῶ ἢ [[ἐκβάλλω]] διὰ κέντρου, ὄμματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 5, 2. ΙΙ. διατρυπῶ, πλήττω, Πολύβ. 5. 56, 12, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 10, κτλ.). | |lstext='''ἐκκεντέω''': κεντῶ, τρυπῶ ἢ [[ἐκβάλλω]] διὰ κέντρου, ὄμματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 5, 2. ΙΙ. διατρυπῶ, πλήττω, Πολύβ. 5. 56, 12, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 10, κτλ.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[sacar]] τὰ ὄμματα Arist.<i>HA</i> 508<sup>b</sup>6, <i>GA</i> 774<sup>b</sup>32, τὸν ὀφθαλμόν Gr.Nyss.<i>Hom. in Eccl</i>.439.5.<br /><b class="num">2</b> [[traspasar]], [[apuñalar]], [[pasar a cuchillo]] τοὺς κατοικοῦντας ἐν Γαζερ LXX <i>Io</i>.16.10, σε LXX <i>Nu</i>.22.29, cf. Aq., Thd.<i>Za</i>.12.10, αὐτόν Plb.5.56.12, cf. 24.7.6, D.S.19.11, τοὺς ἱκέτας D.S.33.5, τὴν Μαδιανῖτιν Origenes <i>Io</i>.6.14.83, τὸν πόρνον Clem.Al.<i>Strom</i>.3.4.32, en v. pas. Aq., Sm., Thd.<i>Is</i>.13.15, de Cristo ὁ ἐκκεντηθείς Eus.<i>Marcell</i>.2.4.4, cf. Procl.CP <i>Thom</i>.11.41.<br /><b class="num">3</b> [[tener forma puntiaguda]] la barba, Luc.<i>Sat</i>.24. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 21 August 2017
English (LSJ)
A prick out, put out, ὄμματα Arist.HA508b6. II pierce, stab, Plb.5.56.12, LXX Nu.22.29, Polyaen.5.3.8. 2 massacre, LXXJo.16.10. III intr., of hair, stand out, project, Luc. Sat.24.
German (Pape)
[Seite 762] ausstechen; ὄμματα Arist. H. A. 6, 5; durchbohren, niederstechen, Pol. 5, 56, 12 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκεντέω: κεντῶ, τρυπῶ ἢ ἐκβάλλω διὰ κέντρου, ὄμματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 5, 2. ΙΙ. διατρυπῶ, πλήττω, Πολύβ. 5. 56, 12, Ἑβδ. (Ζαχ. ΙΒ΄, 10, κτλ.).
Spanish (DGE)
1 sacar τὰ ὄμματα Arist.HA 508b6, GA 774b32, τὸν ὀφθαλμόν Gr.Nyss.Hom. in Eccl.439.5.
2 traspasar, apuñalar, pasar a cuchillo τοὺς κατοικοῦντας ἐν Γαζερ LXX Io.16.10, σε LXX Nu.22.29, cf. Aq., Thd.Za.12.10, αὐτόν Plb.5.56.12, cf. 24.7.6, D.S.19.11, τοὺς ἱκέτας D.S.33.5, τὴν Μαδιανῖτιν Origenes Io.6.14.83, τὸν πόρνον Clem.Al.Strom.3.4.32, en v. pas. Aq., Sm., Thd.Is.13.15, de Cristo ὁ ἐκκεντηθείς Eus.Marcell.2.4.4, cf. Procl.CP Thom.11.41.
3 tener forma puntiaguda la barba, Luc.Sat.24.