ἐγκατακρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(6_2)
(big3_13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατακρύπτω''': [[κρύπτω]] ἔν τινι, ἐγκατακρύψεις ζόφῳ Λυκόφρ. 1231· τινὰ βυθοῖς Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 863.
|lstext='''ἐγκατακρύπτω''': [[κρύπτω]] ἔν τινι, ἐγκατακρύψεις ζόφῳ Λυκόφρ. 1231· τινὰ βυθοῖς Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 863.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ocultar]] κῦδος ... ἐγκατακρύψεις ζόφῳ Lyc.1231, δύο τάγματα βαθείαις ὕλαις ἐγκατέκρυψεν Polyaen.8.23.9, ἵνα τῷ πλήθει τῆς ... δαπάνης τοὺς ... μισθοὺς ἐγκατακρύψῃ I.<i>BI</i> 1.605, τοῦτ' ... ἀμαιμακέτοις ἐγκατέκρυψα βυθοῖς lo oculté (mi nombre) en insondables abismos</i>, <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3575.4 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>en v. pas., part. perf. [[oculto]] μῦς ἐγκατακεκρυμμένος τῇ διαρθρώσει Gal.2.305, (ἰατροί) μηδὲν ἰσχύσαντες ποιῆσαι διὰ τὸ ἐγκατακεκρυμμένον ἔχειν τὸ πάθος Steph.<i>in Hp.Progn</i>.58.29.
}}
}}

Revision as of 12:02, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκατακρύπτω Medium diacritics: ἐγκατακρύπτω Low diacritics: εγκατακρύπτω Capitals: ΕΓΚΑΤΑΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: enkatakrýptō Transliteration B: enkatakryptō Transliteration C: egkatakrypto Beta Code: e)gkatakru/ptw

English (LSJ)

   A hide in, τί τινι Lyc.1231, cf. Gal. 2.305, al.; ὄνομα βυθοῖς in religious mysteries, IG3.900.

German (Pape)

[Seite 705] darin verbergen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκατακρύπτω: κρύπτω ἔν τινι, ἐγκατακρύψεις ζόφῳ Λυκόφρ. 1231· τινὰ βυθοῖς Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 863.

Spanish (DGE)

ocultar κῦδος ... ἐγκατακρύψεις ζόφῳ Lyc.1231, δύο τάγματα βαθείαις ὕλαις ἐγκατέκρυψεν Polyaen.8.23.9, ἵνα τῷ πλήθει τῆς ... δαπάνης τοὺς ... μισθοὺς ἐγκατακρύψῃ I.BI 1.605, τοῦτ' ... ἀμαιμακέτοις ἐγκατέκρυψα βυθοῖς lo oculté (mi nombre) en insondables abismos, IG 22.3575.4 (II a.C.)
en v. pas., part. perf. oculto μῦς ἐγκατακεκρυμμένος τῇ διαρθρώσει Gal.2.305, (ἰατροί) μηδὲν ἰσχύσαντες ποιῆσαι διὰ τὸ ἐγκατακεκρυμμένον ἔχειν τὸ πάθος Steph.in Hp.Progn.58.29.