ἐλαφίς: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
(6_12)
(big3_14b)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαφίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄρνεον]] ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ [[ὕδωρ]] ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.
|lstext='''ἐλαφίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄρνεον]] ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ [[ὕδωρ]] ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />orn., cierta [[ave acuática]] quizá la [[garza]] D.P.<i>Au</i>.2.12.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰφίς Medium diacritics: ἐλαφίς Low diacritics: ελαφίς Capitals: ΕΛΑΦΙΣ
Transliteration A: elaphís Transliteration B: elaphis Transliteration C: elafis Beta Code: e)lafi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a

   A bird, perh. heron or egret, Dionys.Av.2.11.

German (Pape)

[Seite 792] ίδος, ἡ, ein Vogel, Eutecn. par. Opp. Ix. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφίς: -ίδος, ἡ, ὄρνεον ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ ὕδωρ ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
orn., cierta ave acuática quizá la garza D.P.Au.2.12.