ἐλαφίς: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
(6_12) |
(big3_14b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλαφίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄρνεον]] ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ [[ὕδωρ]] ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11. | |lstext='''ἐλαφίς''': -ίδος, ἡ, [[ὄρνεον]] ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ [[ὕδωρ]] ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ίδος, ἡ<br />orn., cierta [[ave acuática]] quizá la [[garza]] D.P.<i>Au</i>.2.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:05, 21 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a
A bird, perh. heron or egret, Dionys.Av.2.11.
German (Pape)
[Seite 792] ίδος, ἡ, ein Vogel, Eutecn. par. Opp. Ix. 2, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφίς: -ίδος, ἡ, ὄρνεον ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ ὕδωρ ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
orn., cierta ave acuática quizá la garza D.P.Au.2.12.