ἀνάρρηγμα: Difference between revisions

From LSJ

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
(6_21)
 
(big3_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρρηγμα''': τό, = τὸ ἀνερρωγός, πλήσει δ’ ἀναρήγματα δήμων (μεθ’ ἑνὸς ρ) Ἀπολλινάρ. Ψαλμ. 109. 12.
|lstext='''ἀνάρρηγμα''': τό, = τὸ ἀνερρωγός, πλήσει δ’ ἀναρήγματα δήμων (μεθ’ ἑνὸς ρ) Ἀπολλινάρ. Ψαλμ. 109. 12.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀνάρηγμα]] Apoll.<i>Met.Ps</i>.109.6<br /><b class="num">1</b> [[arranque]], [[salto]] ὠκυάλοις ποδῶν ἀναρρήγμασιν <i>Trag.Adesp</i>.450a.<br /><b class="num">2</b> [[ruina]] δήμων Apoll.l.c.
}}
}}

Revision as of 12:05, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρρηγμα: τό, = τὸ ἀνερρωγός, πλήσει δ’ ἀναρήγματα δήμων (μεθ’ ἑνὸς ρ) Ἀπολλινάρ. Ψαλμ. 109. 12.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Alolema(s): ἀνάρηγμα Apoll.Met.Ps.109.6
1 arranque, salto ὠκυάλοις ποδῶν ἀναρρήγμασιν Trag.Adesp.450a.
2 ruina δήμων Apoll.l.c.