ἀνθεσιουργός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
(6_14)
(big3_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθεσιουργός''': ὁ ποιῶν, ὁ παράγων [[ἄνθη]], [[ἐννέα]] θυγατέρας., ἀνθεσιουργοὺς Ὀρφ. παρὰ Πρόκλ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. Κρατύλ. 112.
|lstext='''ἀνθεσιουργός''': ὁ ποιῶν, ὁ παράγων [[ἄνθη]], [[ἐννέα]] θυγατέρας., ἀνθεσιουργοὺς Ὀρφ. παρὰ Πρόκλ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. Κρατύλ. 112.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[que produce flores]], [[ἐννέα]] θυγατέρας ... ἀνθεσιουργούς Orph.<i>Fr</i>.197.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεσιουργός Medium diacritics: ἀνθεσιουργός Low diacritics: ανθεσιουργός Capitals: ΑΝΘΕΣΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: anthesiourgós Transliteration B: anthesiourgos Transliteration C: anthesiourgos Beta Code: a)nqesiourgo/s

English (LSJ)

όν,

   A creating flowers, Orph.Fr.197.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεσιουργός: ὁ ποιῶν, ὁ παράγων ἄνθη, ἐννέα θυγατέρας., ἀνθεσιουργοὺς Ὀρφ. παρὰ Πρόκλ., Σχόλ. εἰς Πλάτ. Κρατύλ. 112.

Spanish (DGE)

-όν
que produce flores, ἐννέα θυγατέρας ... ἀνθεσιουργούς Orph.Fr.197.