ἐξαναπληρόω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(6_5)
(big3_15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξαναπληρόω''': ἀναπληρῶ ἐντελῶς, συμπληρῶ, πῶς εἰσὶ δίκαιοι [[ταῦτα]] μὲν [[ὕστερον]] ἀναπληροῦν κτλ. Δημ. 1229 ἐν τέλ. ― Παθ., φύομαι ἢ πληροῦμαι ἐκ νέου, κοινῶς «[[γεμίζω]]», ἐπὶ φλοιοῦ, περιαιροῦσι δὲ τὸν φλοιόν... ἐξαναπληροῦνται δὲ [[πάλιν]] σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 1.
|lstext='''ἐξαναπληρόω''': ἀναπληρῶ ἐντελῶς, συμπληρῶ, πῶς εἰσὶ δίκαιοι [[ταῦτα]] μὲν [[ὕστερον]] ἀναπληροῦν κτλ. Δημ. 1229 ἐν τέλ. ― Παθ., φύομαι ἢ πληροῦμαι ἐκ νέου, κοινῶς «[[γεμίζω]]», ἐπὶ φλοιοῦ, περιαιροῦσι δὲ τὸν φλοιόν... ἐξαναπληροῦνται δὲ [[πάλιν]] σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 1.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[completar]] ταῦτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῦν D.51.6, cf. Is.<i>Fr.Phot</i>.13, en v. pas. ἐξαναπληροῦται ἐκείνη ἡ χώρτη ἐκ τῆς ἡμῶν χώρτης <i>BGU</i> 2492.17 (II d.C.).<br /><b class="num">2</b> intr. en v. med., de la corteza del árbol [[regenerarse]] ἐξαναπληροῦται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Thphr.<i>HP</i> 3.17.1.
}}
}}

Revision as of 12:07, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναπληρόω Medium diacritics: ἐξαναπληρόω Low diacritics: εξαναπληρόω Capitals: ΕΞΑΝΑΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: exanaplēróō Transliteration B: exanaplēroō Transliteration C: eksanapliroo Beta Code: e)canaplhro/w

English (LSJ)

   A supply, replace, D.51.6:— Pass., be renewed, of the bark of trees, Thphr.HP3.17.1.

German (Pape)

[Seite 868] ergänzen, vollzählig machen; Dem. 51, 6; Theophr. im pass.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναπληρόω: ἀναπληρῶ ἐντελῶς, συμπληρῶ, πῶς εἰσὶ δίκαιοι ταῦτα μὲν ὕστερον ἀναπληροῦν κτλ. Δημ. 1229 ἐν τέλ. ― Παθ., φύομαι ἢ πληροῦμαι ἐκ νέου, κοινῶς «γεμίζω», ἐπὶ φλοιοῦ, περιαιροῦσι δὲ τὸν φλοιόν... ἐξαναπληροῦνται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 17, 1.

Spanish (DGE)

1 tr. completar ταῦτα μὲν ὕστερον ἐξαναπληροῦν D.51.6, cf. Is.Fr.Phot.13, en v. pas. ἐξαναπληροῦται ἐκείνη ἡ χώρτη ἐκ τῆς ἡμῶν χώρτης BGU 2492.17 (II d.C.).
2 intr. en v. med., de la corteza del árbol regenerarse ἐξαναπληροῦται δὲ πάλιν σχεδὸν ἐν τρισὶν ἔτεσιν Thphr.HP 3.17.1.