αἰξωνεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰξωνεύομαι''': ἀποθ. βλασφημῶ, κακολογῶ, «αἰξωνεύεσθαι, ὡς ἀπὸ δήμου τινὸς ἡ [[κατηγορία]] τοῦ Αἰξωνέως,... βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς κατηγοροῦνται», Α.Β. 354. Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ», 5. | |lstext='''αἰξωνεύομαι''': ἀποθ. βλασφημῶ, κακολογῶ, «αἰξωνεύεσθαι, ὡς ἀπὸ δήμου τινὸς ἡ [[κατηγορία]] τοῦ Αἰξωνέως,... βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς κατηγοροῦνται», Α.Β. 354. Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ», 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[ser como los del demo ático de Exona]] e.d. [[ser un blasfemo, malhablado]] Harp.s.u. [[Αἰξωνή]], ἐκ δήμων δὲ [[βλασφημία]] τὸ αἰξωνεύεσθαι τὸ κακολογεῖν Suet.<i>Blasph</i>.255, cf. Sch.Pl.<i>Lach</i>.197c, <i>Lex</i>.A. α 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
Dep.,
A to be slanderous, like the people of the Attic deme Aexone, Harp. s.v. Αἰξωνή.
Greek (Liddell-Scott)
αἰξωνεύομαι: ἀποθ. βλασφημῶ, κακολογῶ, «αἰξωνεύεσθαι, ὡς ἀπὸ δήμου τινὸς ἡ κατηγορία τοῦ Αἰξωνέως,... βλάσφημοι γὰρ οἱ Αἰξωνεῖς κατηγοροῦνται», Α.Β. 354. Μένανδρ. ἐν «Κανηφόρῳ», 5.
Spanish (DGE)
ser como los del demo ático de Exona e.d. ser un blasfemo, malhablado Harp.s.u. Αἰξωνή, ἐκ δήμων δὲ βλασφημία τὸ αἰξωνεύεσθαι τὸ κακολογεῖν Suet.Blasph.255, cf. Sch.Pl.Lach.197c, Lex.A. α 2.