ἀκειρεκόμης: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_6) |
(big3_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκειρεκόμης''': Δωρ.-ας, ὁ, = [[ἀκερσεκόμης]], περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 26, Ι. 1, 8· περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 511· περὶ τῶν Σκυθῶν, Ἀνθ. Πλαν. 72. | |lstext='''ἀκειρεκόμης''': Δωρ.-ας, ὁ, = [[ἀκερσεκόμης]], περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 26, Ι. 1, 8· περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 511· περὶ τῶν Σκυθῶν, Ἀνθ. Πλαν. 72. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀκερσεκόμης]] Hes.<i>Fr</i>.60.3; dór. ἀκερσεκόμᾱς Pi.<i>P</i>.3.14; ἀκειρεκόμᾱς S.<i>Pae</i>.1b(1).2<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que no se ha cortado el cabello]], [[de largos cabellos]], [[intonso]]de Apolo, Hes.l.c., <i>h.Ap</i>.134, Pi.<i>P</i>.3.14, <i>I</i>.1.7, S.l.c., Philostr.<i>Ep</i>.16, <i>IGR</i> 4.527.12 (Dorileo III d.C.), Nonn.<i>D</i>.10.207, πάτερ Pi.<i>Fr</i>.52k.45, de Asclepio <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.4533.26 (III d.C.), ἀκειρεκόμας Ἀβάρων στρατός <i>AP</i> 16.72<br /><b class="num">•</b>fig. de un árbol [[que tiene siempre hojas]], [[frondoso]], [[siempre verde]] Αὐσονίδην φηγὸν ἀκειρεκόμην <i>IM</i> 181.6 (II d.C.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
Dor. ἀκειρεκόμας, ὁ,
A = ἀκερσεκόμης, of Apollo, Pi.P.3.14, I.1.7, Philostr.Ep.16; of Asclepius, IG3.171; of Avars, APl.4.72.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκειρεκόμης: Δωρ.-ας, ὁ, = ἀκερσεκόμης, περὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 26, Ι. 1, 8· περὶ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 511· περὶ τῶν Σκυθῶν, Ἀνθ. Πλαν. 72.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): ἀκερσεκόμης Hes.Fr.60.3; dór. ἀκερσεκόμᾱς Pi.P.3.14; ἀκειρεκόμᾱς S.Pae.1b(1).2
• Prosodia: [ᾰ-]
que no se ha cortado el cabello, de largos cabellos, intonsode Apolo, Hes.l.c., h.Ap.134, Pi.P.3.14, I.1.7, S.l.c., Philostr.Ep.16, IGR 4.527.12 (Dorileo III d.C.), Nonn.D.10.207, πάτερ Pi.Fr.52k.45, de Asclepio IG 22.4533.26 (III d.C.), ἀκειρεκόμας Ἀβάρων στρατός AP 16.72
•fig. de un árbol que tiene siempre hojas, frondoso, siempre verde Αὐσονίδην φηγὸν ἀκειρεκόμην IM 181.6 (II d.C.).