ἀκονητί: Difference between revisions

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
(6_19)
(big3_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκονητί''': ὀρθότ. ἀνακονητί, ([[χωρίς]])... ἀκονήσεως, «Ἡσύχ. Ἴδε Α. Κοραῆ κριτ. Σημ. εἰς Ἡσύχ., ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου, Ἀθήνησι, 1889.
|lstext='''ἀκονητί''': ὀρθότ. ἀνακονητί, ([[χωρίς]])... ἀκονήσεως, «Ἡσύχ. Ἴδε Α. Κοραῆ κριτ. Σημ. εἰς Ἡσύχ., ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου, Ἀθήνησι, 1889.
}}
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀκονιτί]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκονητί Medium diacritics: ἀκονητί Low diacritics: ακονητί Capitals: ΑΚΟΝΗΤΙ
Transliteration A: akonētí Transliteration B: akonēti Transliteration C: akoniti Beta Code: a)konhti/

English (LSJ)

ἄνευ πόνου, EM 50.29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκονητί: ὀρθότ. ἀνακονητί, (χωρίς)... ἀκονήσεως, «Ἡσύχ. Ἴδε Α. Κοραῆ κριτ. Σημ. εἰς Ἡσύχ., ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου, Ἀθήνησι, 1889.

Spanish (DGE)

v. ἀκονιτί.