ἀλιτροδίκης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
(6_19)
 
(big3_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλιτροδίκης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ἀλιτηρίου τρόπου δικάζων, Μεθόδ. 104C.
|lstext='''ἀλιτροδίκης''': -ου, ὁ, ὁ δι’ ἀλιτηρίου τρόπου δικάζων, Μεθόδ. 104C.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰλιτροδῐ]<br />[[cuyo juicio es impío]] ἄνδρες poét. en Meth.<i>Symp</i>.119.
}}
}}

Revision as of 12:11, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀλιτροδίκης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ἀλιτηρίου τρόπου δικάζων, Μεθόδ. 104C.

Spanish (DGE)

-ου

• Prosodia: [ᾰλιτροδῐ]
cuyo juicio es impío ἄνδρες poét. en Meth.Symp.119.